- παραχύτης
- ὁ, Α [παραχέω]1. αυτός που χύνει κάτι και ειδικά ο υπηρέτης βαλανείου, λουτρού, που φέρνει το νερό για το λούσιμο και τό χύνει πάνω στο σώμα τών λουσμένων («εἰσήχθησαν εἰς τὰ βαλανεῑα λουτροχόοι καὶ παραχύται», Αθήν.)2. αυτός που υπηρετεί στην αιγυπτιακή θρησκευτική τελετή Καταχυτήρια.
Dictionary of Greek. 2013.